πιθανολογική

πιθανολογική
πιθανολογική
art of using probable
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • πιθανολογικός — ή, όν, Α [πιθανολογία] 1. αυτός που αναφέρεται στην πιθανολογία 2. φρ. «πιθανολογική τέχνη» η τέχνη τού να πιθανολογεί κανείς, τού να μεταχειρίζεται ευλογοφανή επιχειρήματα (Αρριαν.) …   Dictionary of Greek

  • τάχα — ΝΜΑ, και τάχατε(ς) και τάχατι(ς) και τάχαμου Ν νεοελλ. 1. (ως ερωτ. μόριο) άραγε, ποιος ξέρει αν... («τάχα να στέκει ο ουρανός, να στέκει ο απάνου κόσμος;», δημ. τραγούδι) 2. (ως ενδοιαστικό μόριο) μήπως μη τυχόν («τάχα δεν επερπάτησα κι εγώ με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”